Λογότυπο Eταιρίας [302xX]
Πάνω Frame [668xX]

 ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΛΛΙΚΟΥ ΥΠΟΣΤΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΤΕΛΙΚΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ   

 
 
 
 
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΕΝΟΣ ΠΡΟΤΥΠΟΥ ΜΕΤΑΛΛΟΚΕΡΑΜΙΚΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ  
 
Κούρτης Στέφανος*, Τζίμας Βασίλειος**  
 
Περίληψη
 
 Η χρωματική απόδοση μιας μεταλλοκεραμικής εργασίας είναι ένας βασικός παράγων επιτυχίας μιας μεταλλοκεραμικής εργασίας και η εναρμόνιση με τα υπάρχοντα φυσικά δόντια εξαρτάται άμεσα από την σωστή επιλογή της απόχρωσης. Τα υπάρχοντα χρωματολόγια από συμπαγή κεραμική μάζα δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις σύγχρονες κλινικές απαιτήσεις καθώς ο μεταλλικός σκελετός τροποποιεί την οπτική συμπεριφορά της μεταλλοκεραμικής. Επίσης πολλές φορές η κεραμική μάζα που χρησιμοποιείται για την κατασκευή των δοντιών του χρωματολογίου είναι διαφορετική από εκείνη που χρησιμοποιείται για την κάλυψη του σκελετού στην κλινική πράξη.
 
 Στην εργασία αυτή αναλύονται τα αδύνατα σημεία των εμπορικών χρωματολογίων και περιγράφονται οι διαδικασίες κατασκευής τριών πρότυπων χρωματολογίων με μεταλλικό υπόστρωμα από διάφορα οδοντιατρικά κράματα και όλα τα συνήθως δημιουργούμενα στρώματα κεραμικής (αδιαφάνεια, οδοντίνη, αδαμαντίνη).
 
 Η σύγκριση των δοντιών-δειγμάτων μεταξύ τους, καθώς και με το χρωματολόγιο VITA-LUMIN, έδειξε ότι υπάρχουν χρωματικές διαφορές οι οποίες ήταν εντονότερες στις αποχρώσεις με χαμηλότερη φωτεινότητα.
 
 Η χρήση των πρότυπων μεταλλοκεραμικών χρωματολογίων διευκολύνει την επιλογή του χρώματος στην κλινική πράξη δίνοντας τόσο στον οδοντίατρο όσο και στον οδοντοτεχνίτη μεγαλύτερη βεβαιότητα για το τελικό αισθητικό αποτέλεσμα.
 
Εισαγωγή
 
 Το πρόβλημα του χρώματος της κεραμικής επικάλυψης είναι αρκετά συχνό στην κλινική πράξη και ορισμένες φορές γίνεται αιτία αντικατάστασης μιας κατά τα άλλα ικανοποιητικής προσθετικής αποκατάστασης. Η βασική επιδίωξη του κλινικού οδοντιάτρου είναι η χρωματική εναρμόνιση της εργασίας με τα παρακείμενα φυσικά δόντια ώστε να εκπληρωθούν οι αισθητικές προσδοκίες του ασθενή και να μην διακρίνεται η αποκατάσταση. Η δυσκολία που αντίστοιχα αντιμετωπίζει ο οδοντοτεχνίτης είναι ότι πρέπει να αποδώσει με το πολυσύνθετο μεταλλοκεραμικό σύμπεγμα την οπτική συμπεριφορά των φυσικών οδοντικών ιστών, χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ημιδιαφάνεια και ο ιριδισμός.
 
 Ο προβληματισμός αυτός δεν είναι κάτι νέο καθώς ήδη από την δεκαετία του 1930 ο E.B.Clark είχε ασχοληθεί εκτενώς με την αισθητική απόδοση της κεραμικής και την φυσικότητα των αποκαταστάσεων. Αν οι σημερινές κεραμικές μάζες έχουν βελτιωθεί πολύ και παρουσιάζουν ικανοποιητική χρωματική απόδοση, ιριδισμό και διαφάνεια, εν τούτοις δεν δίνουν πάντοτε το προσδοκώμενο κλινικό αποτέλεσμα.
 
Μεταλλικός σκελετός
 
 Ένα βασικό στοιχείο που δυσκολεύει την αισθητική απόδοση της μεταλλοκεραμικής είναι ο μεταλλικός σκελετός ο οποίος αφ’ ενός μεν εμποδίζει την πορεία των φωτεινών ακτίνων και αφ’ ετέρου μειώνει το διαθέσιμο πάχος για την κεραμική επικάλυψη. Το στρώμα της αδιαφάνειας (opaque) προορίζεται για την κάλυψη του μεταλλικού υποστρώματος με στόχο να απομονώσει τον παράγοντα ‘κράμα’ από το τελικό χρωματικό αποτέλεσμα. Ο πλήρης αποκλεισμός της χρωματικής επίδρασης του κράματος απαιτεί στρώμα αδιαφάνειας πάχους 0.6-0.9 mm το οποίο είναι κατά πολύ αυξημένο σε σχέση με το πάχος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην κλινική πράξη.
 
 Η εξουδετέρωση της μεταλλικής αντανάκλασης ποικίλλει στα διάφορα κράματα, ανάλογα με το στρώμα της αδιαφάνειας και το συνολικό πάχος της κεραμικής. Εξ’ άλλου σε ορισμένες περιπτώσεις, η επίδραση του μεταλλικού υποστρώματος μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη τελική χρωματική απόδοση της μεταλλοκεραμικής, καθώς μειώνεται η υπέρμετρη εν τω βάθει φωτεινότητα και ανακλαστικότητα της αδιαφάνειας. Αν και η επίδραση του χρώματος του μεταλλικού σκελετού έχει εν μέρει διερευνηθεί και συζητηθεί, εν τούτοις ο παράγων αυτός δεν λαμβάνεται καθόλου υπ’ όψη κατά την κλινική επιλογή του χρώματος και την αναπαραγωγή της επιλεγείσας απόχρωσης στο εργαστήριο.
 
 Η επιλογή του χρώματος βασίζεται σχεδόν πάντοτε στην χρήση ενός προκατασκευασμένου χρωματολογίου πορσελάνης (από συμπαγή κεραμική μάζα) που διατίθεται από τις κατασκευάστριες εταιρίες. Ένα σημείο πρόσθετου προβληματισμού είναι ότι ενώ τα περισσότερα κράματα κεραμικής έχουν ένα ομοιόμορφο ασημί μεταλλικό χρώμα πριν την χύτευσή τους, εν τούτοις παρουσιάζουν έντονες διαφορές του χρώματος μετά την οξείδωση της επιφάνειας τους.
 
Αδύνατα σημεία του χρωματολογίου
 
 Τα προβλήματα της επιλογής του χρώματος σχετίζονται συχνά με ορισμένα αδύνατα σημεία των προκατασκευασμένων χρωματικών οδηγών (χρωματολογίων) όπως η απουσία του μεταλλικού υποστρώματος, η κατασκευή των δοντιών-δειγμάτων από διαφορετική κεραμική μάζα απ’ ότι η αποκατάσταση (δόντια οδοντοστοιχίας) και το έντονο χρώμα της αυχενικής περιοχής, το οποίο συχνά δυσχεραίνει την σωστή χρωματική επιλογή. Επίσης το πάχος της κεραμικής μάζας στα δόντια-δείγματα του χρωματολογίου (4-5 mm χωρίς στρώμα αδιαφάνειας) είναι κατά πολύ αυξημένο σε σχέση με το πάχος του κεραμικού στρώματος που χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη (1mm) για επένδυση του μεταλλικού σκελετού και παρουσιάζει αντίστοιχα διαφορετική οπτική συμπεριφορά και χρωματική απόδοση.
 
 Στα αδύνατα σημεία των χρωματολογίων θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι έχον παρατηρηθεί χρωματικές διαφορές –ελεγμένες χρωματομετρικά- ακόμη και ανάμεσα σε χρωματολόγια της ίδιας κατασκευάστριας εταιρίας που ανήκαν σε διαφορετικές παρτίδες παραγωγής. Αντίστοιχες και εντονότερες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα σε δόντια-δείγματα διαφορετικών εταιριών κατασκευής, παρ’ όλο που θεωρητικά αποδίδουν την ίδια απόχρωση π.χ. Α3. Οι διαφορές αυτές εξηγούνται εύκολα από την διαφορετική σύνθεση των κεραμικών μαζών και τα διαφορετικά οξείδια που χρησιμοποιεί κάθε παραγωγός, ενώ έχει ήδη διαπιστωθεί σε ερευνητικές μελέτες ότι διαφορετικές πορσελάνες παρουσιάζουν χρωματικές διαφορές μεταξύ τους, ακόμη και αν επιλεγούν στην ίδια απόχρωση. Οι δυσκολίες αυτές θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψη τόσο του οδοντιάτρου όσο και του εργαστηρίου κατά την επιλογή και την απόδοση του χρώματος σε μια κεραμική επικάλυψη. Η χρήση των προκατασκευασμένων βιομηχανικά χρωματολογίων συνδέεται άμεσα με τα αδύνατα σημεία κατασκευής τους όπως προαναφέρθηκαν.   Τα μειονεκτήματα αυτά στην κλινική πράξη ξεπερνιούνται –συχνά αλλά όχι πάντα- με την εξοικείωση του κλινικού και την εμπειρία του κεραμίστα. Γεγονός παραμένει πάντως ότι η επικοινωνία ιατρείου – εργαστηρίου στον ευαίσθητο τομέα του χρώματος γίνεται κατά κανόνα με βασικό σημείο αναφοράς το προκατασκευασμένο χρωματολόγιο μιας εταιρείας πορσελάνης, η οποία είναι ενίοτε διαφορετική από την κεραμική μάζα που χρησιμοποιείται τελικά για την μεταλλοκεραμική αποκατάσταση.
 
Χαρακτηριστικά ενός κλινικά αποδεκτού χρωματολογίου. 
 
 Οι σύγχρονες απαιτήσεις της κλινικής πράξης θα ήταν πολύ ευκολότερο να εκπληρωθούν με την χρήση ενός χρωματολογίου το οποίο θα παρουσίαζε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
 
-          Μεταλλικό υπόστρωμα, ει δυνατόν με κράματα διαφόρων τύπων
 
-          Κεραμική μάζα ίδια με της τελικής αποκατάστασης
 
-          Πάχος κεραμικού στρώματος αντίστοιχο με της κλινικής πράξης
 
-          Διαμόρφωση των στρωμάτων της κεραμικής όπως σε μια αποκατάσταση (στρωματική τεχνική με αδιαφάνεια, οδοντίνη, αδαμαντίνη)
 
-          Απουσία τροποποιητών (modifiers) και επιφανειακών χρωμάτων
 
-          Απουσία αυχενικής πορσελάνης.
 
 Τα προβλήματα που αναφέρθηκαν αποτέλεσαν το έναυσμα για την κατασκευή μιας σειράς πρότυπων μεταλλοκεραμικών χρωματολογίων, με βάση τα προηγούμενα χαρακτηριστικά, ώστε να εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις για ασφαλή και επιτυχή κλινική χρήση. Τελική επιδίωξη της προσπάθειας αυτής είναι η απλούστευση της διαδικασίας επιλογής χρώματος και η ασφαλέστερη πρόβλεψη του τελικού αισθητικού αποτελέσματος.
 
Σκοπός 
 
 Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν ο έλεγχος της επίδρασης διαφόρων μεταλλικών υποστρωμάτων στην τελική χρωματική απόδοση των δοντιών του χρωματολογίου. Η επίδραση του υποστρώματος διερευνήθηκε με σύγκριση των χρωματικών διαφορών ανάμεσα στα πρότυπα μεταλλοκεραμικά χρωματολόγια και το χρωματολόγιο της εταιρείας VITA. Παράλληλος στόχος της μελέτης αυτής ήταν η τυποποίηση της διαδικασίας κατασκευής του πρότυπου χρωματολογίου με αναπαραγώγιμες μεθόδους ώστε να είναι δυνατή η ακριβής σύγκριση της χρωματικής απόδοσης.
 
 
Υλικά και Μέθοδος 
 
 Για την κατασκευή των πρότυπων χρωματολογίων ακολουθήθηκε η κατάταξη των αποχρώσεων σύμφωνα με το χρωματολόγιο της εταιρείας VITA (Vita Co, Bad Saeckingen Germany). Το συγκεκριμένο χρωματολόγιο επελέγη σαν σημείο αναφοράς καθώς ολοένα περισσότεροι κατασκευαστές τείνουν να εναρμονίσουν τα χρώματά τους σύμφωνα με αυτήν την σχετικά απλή κωδικοποίηση. Το σκεπτικό της τάσης αυτής δικαιολογείται και από το γεγονός ότι πολύ λίγες κατασκευάστριες εταιρείες συνοδεύουν τις κεραμικές μάζες με δικό τους χρωματολόγιο και παραπέμπουν στο χρωματολόγιο VITA. Το μεταλλικό υπόστρωμα των δοντιών-δειγμάτων διαμορφώθηκε σε σχήμα αντίστοιχο με την παρειακή επιφάνεια ενός άνω κεντρικού τομέα. Ο λόγος διαμόρφωσης του μεταλλικού σκελετού στο σχήμα αυτό ήταν αφ’ ενός μεν η υποστήριξη της κεραμικής και αφ’ ετέρου η προσομοίωση της οπτικής συμπεριφοράς του δείγματος με την οπτική συμπεριφορά μιας μεταλλοκεραμικής στεφάνης.
 
 
 
 Οι μεταλλικοί σκελετοί διαμορφώθηκαν με χύτευση κέρινων προτύπων ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του κατασκευαστή για κάθε κράμα. Τα κέρινα πρότυπα διαμορφώθηκαν σε ειδική μήτρα ώστε να έχουν πανομοιότυπο σχήμα και πάχος. Τυχόν διαφορές στο πάχος του κράματος δεν επηρεάζουν την οπτική συμπεριφορά του δείγματος όμως θα προκαλούσαν αντίστοιχες διαφορές στο πάχος της κεραμικής, παράγοντα σημαντικό για την τελική χρωματική απόδοση. Μετά την χύτευση και την λείανση τους, στα μεταλλικά δοκίμια έγινε οξείδωση της επιφάνειας τους σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή.
 
 Χρησιμοποιήθηκαν τρία κράματα μεταλλοκεραμικής: ένα κράμα νικελίου χρωμίου (Thermabond, Dedecon Co, USA), ένα κράμα παλλαδίου (Cerapal, Metallor Co, Swisserland) και ένα κράμα χρυσού σε λευκό χρώμα (V-Delta, Metallor Co, Swisserland). Κατασκευάστηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο τρία πλήρη χρωματολόγια, αντίστοιχα με το χρωματολόγιο VITA LUMIN, κάθε ένα από τα οποία αποτελείτο από 16 μεταλλοκεραμικά δόντια (χρωματικούς δείκτες).
 
 Τα δοκίμια καλύφθηκαν με υδαρές στρώμα αδιαφάνειας (opaque) και ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος όπτησης. Ακολούθησε η όπτηση του δεύτερου στρώματος κατά παρόμοιο τρόπο και το συνολικό πάχος της αδιαφάνειας διαμορφώθηκε σε 0.20-0.25mm. Το πάχος αυτό ελέγχθηκε προσεκτικά με επανειλημμένες μετρήσεις σε πέντε σταθερά σημεία της επιφάνειας.
 
 Τα μεταλλικά δοκίμια τοποθετήθηκαν σε ειδική μήτρα για την διαμόρφωση του στρώματος της οδοντίνης (body, dentine porcelain) ώστε να μην παρουσιάζουν διαφορές πάχους ή έκτασης του στρώματος. Στον ακριβή προσανατολισμό του δοκιμίου βοηθούσε επίσης μια μικρή προέκταση του σκελετού, στην «γλωσσική» πλευρά, η οποία εφάρμοζε σε ειδική υποδοχή της μήτρας. Το στρώμα της οδοντίνης διαμορφώθηκε γεμίζοντας πλήρως την μήτρα και στην συνέχεια ακολούθησε αφαίρεση κεραμικής μάζας με αντίστοιχη μήτρα, ώστε να δημιουργηθεί χώρος για την τοποθέτηση της αδαμαντίνης. Κατ’ αυτό τον τρόπο εξασφαλίστηκε η πανομοιότυπη διαμόρφωση των στρωμάτων της κεραμικής σε όλα τα δόντια-δείγματα, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για την δυνατότητα σύγκρισης της τελικής χρωματικής απόδοσης. Η ειδική μήτρα μπορούσε να διαχωριστεί σε δύο τμήματα ώστε να είναι δυνατή η εύκολη αφαίρεση του δοντιού δείγματος χωρίς παραμόρφωση της κεραμικής.
 
 Όλα τα δοκίμια γυαλίστηκαν σε ειδικό πρόγραμμα όπτησης προς εφυάλωση με την χρήση εφυαλωτικού (giaze), προσέχοντας όμως ώστε να αποφευχθεί η υπέρμετρη επιφανειακή στιλπνότητα. Οι εργαστηριακές διαδικασίες διαμόρφωσης και όπτησης της κεραμικής έγιναν από το ίδιο πάντα άτομο, με το ίδιο φιαλίδιο κεραμικής για κάθε χρώμα και στον ίδιο φούρνο κεραμικής, καθώς διαφορές του κύκλου όπτησης μπορεί να έχουν αντίκτυπο στο τελικό χρώμα.
 
 Η κεραμική από την οποία κατασκευάστηκαν όλα τα δοκίμια, ήταν η πορσελάνη VITA Omega (Vita Co, Germany) στην οποία για κάθε απόχρωση του χρωματολογίου (συνολικά δεκαέξι χρώματα) χρησιμοποιήθηκε το αντίστοιχο χρώμα αδιαφάνειας, οδοντίνης και αδαμαντίνης χωρίς χρήση αδιαφανούς οδοντίνης (opaque dentin), πορσελάνης αυχένα (cervical), τροποποιητών (modifiers) ή επιφανειακών χρωστικών.
 
 Επίσης για την στήριξη των δοντιών-δειγμάτων χρησιμοποιήθηκε η ειδική βάση της VITA ώστε να είναι εύκολη η πρακτική εφαρμογή του χρωματολογίου.
 
 Η φωτογράφηση των δοντιών σε κάθε απόχρωση (π.χ. Α3, Α3.5 κλπ) έγινε σε ειδική διάταξη με σταθερό προσπίπτον τεχνητό φωτισμό από δύο πλευρές (υπό γωνία 45 μοιρών ως προς το αντικείμενο) με φωτογραφική μηχανή MINOLTA X-700 και φιλμ KODAK EPR 64 ASA. Για όλες τις λήψεις –οι οποίες έγιναν σε μία συνεδρία-χρησιμοποιήθηκε το ίδιο μαύρο υπόστρωμα και το ίδιο φιλμ. Η οπτική σύγκριση των δοκιμίων έγινε από δύο ανεξάρτητους παρατηρητές.
 
Αποτελέσματα  
 
 Από την πρώτη μακροσκοπική εξέταση διακρίνεται η μεγαλύτερη ομοιότητα που παρουσιάζουν τα δόντια των πρότυπων χρωματολογίων με τις μεταλλοκεραμικές στεφάνες που κατασκευάζονται στην καθημερινή εργαστηριακή πράξη.
 
 Στα χρώματα Α1 και Α2 παρατηρήθηκαν ελαφρές χρωματικές διαφορές ανάμεσα στα δόντια του προκατασκευασμένου χρωματολογίου και τα δόντια των προτύπων χρωματολογίων. Στα χρώματα Α3 και Α3.5 οι διαφορές ήταν εντονότερες ενώ στο χρώμα Α4 το τελικό αποτέλεσμα ήταν τέσσερις διαφορετικές αποχρώσεις.
 
 Στην ομάδα χρωμάτων Β οι διαφορές ήταν εντονότερες στις αποχρώσεις Β3 και Β4 ενώ στις αποχρώσεις Β1 και Β2 οι διαφορές ήταν μόλις αντιληπτές.
 
 Στην ομάδα χρωμάτων C διαφορές υπήρχαν και στα τέσσερα χρώματα (C1, C2, C3, C4) και ιδιαίτερα ξεχώριζε το κράμα του χρυσού στις αποχρώσεις C3 και C4, το οποίο φαινόταν να προσεγγίζει περισσότερο την απόδοση του προκατασκευασμένου χρωματολογίου.
 
 Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρήθηκαν και στην ομάδα D όπου στις πιο σκοτεινές αποχρώσεις (D4), οι χρωματικές διαφορές ήταν εμφανέστερες και η επίδραση του χρώματος του κράματος εντονότερη.
 
 Από τα τρία είδη κραμάτων που χρησιμοποιήθηκαν, την πιο κοντινή οπτική συμπεριφορά στο προκατασκευασμένο χρωματολόγιο παρουσίασε το κράμα χρυσού, ενώ το κράμα παλλαδίου είχε τις πιο έντονες διαφορές. Το κράμα νικελίου-χρωμίου είχε μια ενδιάμεση οπτική απόδοση, η οποία διαφοροποιούταν στις πιο σκοτεινές αποχρώσεις (3 και 4).
 
Συζήτηση  
 
 Το πρόβλημα της χρωματικής απόδοσης της κεραμικής επικάλυψης σε μια προσθετική αποκατάσταση είναι τόσο παλαιό όσο και η χρήση της πορσελάνης στην Οδοντιατρική Προσθετική. Η δυσκολία της χρωματικής εναρμόνισης των φυσικών δοντιών και της κεραμικής επικάλυψης έγκειται αφ’ ενός μεν στην πολύπλοκη δομή των φυσικών οδοντικών ιστών και αφ’ ετέρου στην απόκλιση που υπάρχει ανάμεσα στην ποικιλία των χρωμάτων των φυσικών δοντιών και τον σχετικά περιορισμένο αριθμό χρωμάτων της πορσελάνης.
 
 Σε μία εκτεταμένη έρευνα ο Sproul διαπίστωσε ότι οι αποχρώσεις των εμπορικών χρωματολογίων δεν κάλυπταν το χρωματικό φάσμα των φυσικών δοντιών και ενώ σε ορισμένες αποχρώσεις υπήρχαν αρκετές επιλογές, εν τούτοις σε άλλα σημεία υπήρχαν χρωματικά κενά. Τα ευρήματα αυτά, όσον αφορά τις περιορισμένες επιλογές του χρωματολογίου, έχουν επαληθευθεί τόσο με in-vitro όσο και με in-vivo έρευνες. Ένας ακόμη προβληματισμός που έχει αναφερθεί, αφορά την μη-λογική ταξινόμηση των αποχρώσεων στα χρωματολόγια που δεν συμβαδίζει με την σταδιακή διαβάθμιση των χρωματικών παραμέτρων Τόνος-Ένταση-Χροιά στο σύστημα του Munsell.
 
 Οι ατέλειες των υπαρχόντων προκατασκευασμένων χρωματικών οδηγών είναι ήδη γνωστές τόσο στον χώρο της οδοντιατρικής έρευνας όσο και στην κλινική πράξη. Ορισμένοι κλινικοί καθώς και οδοντοτεχνίτες προτείνουν την κατασκευή ατομικά διαμορφωμένων χρωματολογίων (custom shade guides), ή την τροποποίηση των υπαρχόντων, χωρίς όμως να αναφέρουν λεπτομέρειες για τον τρόπο κατασκευής ή το είδος του μεταλλικού υποστρώματος, παραμέτρους που επίσης επηρεάζουν την τελική χρωματική απόδοση.
 
 Το μεταλλικό υπόστρωμα στο ατομικά διαμορφωμένο χρωματολόγιο είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την όσο το δυνατόν πιστότερη χρωματική απόδοση των δοντιών δειγμάτων. Όπως διαπιστώθηκε, προέκυψαν χρωματικές διαφορές ανάμεσα στα διάφορα δόντια-δείγματα που είχαν διαφορετικό μεταλλικό υπόστρωμα. Παρόμοιες διαφορές έχουν βρεθεί και σε προηγούμενες ερευνητικές εργασίες, τόσο σε σχέση με το είδος του κράματος, όσο και με το είδος και την δομή της κεραμικής.
 
 Σε εμπορικό και βιομηχανικό επίπεδο έχουν γίνει επίσης προτάσεις κατασκευής προτύπων χρωματολογίων, και μάλιστα με νομική κατοχύρωση της ευρεσιτεχνίας. Το μειονέκτημα των προσπαθειών αυτών έγκειται στην ελλιπή τυποποίηση της διαδικασίας κατασκευής και την σημαντική απόκλιση από την κλινική πραγματικότητα. Ένας άλλος επίσης σημαντικός παράγων που δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν είναι το χρώμα του μεταλλικού σκελετού, το οποίο όπως έχει διαπιστωθεί μπορεί να επηρεάσει την τελική χρωματική απόδοση.
 
 Τα βασικά σημεία για την κατασκευή ενός ατομικά διαμορφωμένου χρωματολογίου με αξιοπιστία και ευκολία στην κλινική του εφαρμογή μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:
 
-          Μεταλλικό υπόστρωμα από το κράμα που θα χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση
 
-          Κεραμικές μάζες μεταλλοκεραμικής
 
-          Πάχη κεραμικής αντίστοιχα με μιας στεφάνης
 
-          Σταθερή διαμόρφωση στρωμάτων
 
 Η χρήση ατομικά διαμορφωμένου χρωματολογίου προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα στον οδοντίατρο και τον οδοντοτεχνίτη καθώς έχουν στη διάθεσή τους ένα μέσο επικοινωνίας το οποίο ανταποκρίνεται στην κλινική πραγματικότητα. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο κλινικός βλέπει εκ των προτέρων το τελικό χρώμα της αποκατάστασης –οπότε μπορεί με σιγουριά να ζητήσει κάποια τυχόν αναγκαία χρωματική διόρθωση- ήδη από την πρώτη όπτηση. Ο κεραμίστας αντίστοιχα, μπορεί να προχωρήσει με ασφάλεια στην διαμόρφωση των στρωμάτων της κεραμικής, χωρίς να προβληματισθεί με τυχόν εμπειρικές αντιστοιχίες ή εξισορροπήσεις χρωμάτων, όπως πιθανόν να ήταν αναγκαίο να κάνει με την χρήση ενός εμπορικού προκατασκευασμένου χρωματολογίου. Ένα ατομικά διαμορφωμένο χρωματολόγιο μπορεί να προσφέρει πολύτιμη βοήθεια ιδιαίτερα σε περιπτώσεις αμφιβολίας ανάμεσα σε δύο αποχρώσεις ή σε δόντια που δεν ταιριάζουν με τις αποχρώσεις του χρωματολογίου.
 
Συμπεράσματα 
 
 Αν και στην εργασία αυτή δεν εξετάστηκαν οι διαφορές των αποχρώσεων με ακριβείς χρωματομετρικές μεθόδους, εν τούτοις οι χρωματικές αποκλίσεις που παρατηρήθηκαν με την επίδραση του μεταλλικού σκελετού κάνουν επιτακτικότερη την ανάγκη εν τω βάθει διερεύνησης της μεταβολής του χρώματος. Ένας παράγων που δυσχεραίνει την μεταφορά των ερευνητικών αποτελεσμάτων στην κλινική πράξη είναι στην συγκεκριμένη περίπτωση η πολυπλοκότητα και η ευαισθησία της έννοιας «τελική χρωματική απόδοση» η οποία –όπως είναι γνωστό- επηρεάζεται ακόμη και από το φως του περιβάλλοντος. Ένα αυστηρό ερευνητικό πρωτόκολλο θα δώσει τεκμηριωμένες απαντήσεις για την σχέση χρώμα / είδος κράματος και τελική απόχρωση της μεταλλοκεραμικής, χωρίς όμως να προσφέρει την επιζητούμενη πρακτική λύση για την καθημερινή πρακτική. Παράλληλα η περαιτέρω έρευνα μπορεί να διαλευκάνει την επίδραση και άλλων παραγόντων όπως η προσθήκη ή όχι αυχενικής πορσελάνης και η προσθήκη τροποποιητών. Από την άλλη πλευρά, η κατασκευή ενός μεταλλοκεραμικού χρωματολογίου διευκολύνει και απλοποιεί την διαδικασία επιλογής του χρώματος της κεραμικής, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου υπάρχει αμφιβολία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες αποχρώσεις.
 
 
 
*Οδοντίατρος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Τομέας Προσθετολογίας  
** Οδοντοτεχνίτης
 
 
Ευχαριστίες  
 
 Οι συγγραφείς εκφράζουν τις ιδιαίτερες ευχαριστίες τους στον Αναπληρωτή Καθηγητή της Ακίνητης Προσθετικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κο Δημ. Ανδριτσάκη για τις πολύτιμες υποδείξεις και παρατηρήσεις του κατά την εκπόνηση της εργασίας αυτής.

 
Banner
Banner
Banner